Λίγα χρόνια μετά αφού τυφλώθηκα, σε ηλικία 13 ετών, αγόρασα ένα βιβλίο, με σύστημα Braille, το οποίο αφορούσε την ανάβαση του Έβερεστ από τους Eντμουντ Χίλαρυ και Τενζίνγκ. Καθώς το διάβαζα, φανταζόμουνα με δέος τους δύο πρωτοπόρους να κάθονται 60 μέτρα πιο κάτω από την κορυφή, μπροστά σε ένα βράχινο τοίχο ύψους δώδεκα μέτρων, στο «βήμα του Χίλαρυ» (Hillary Step), όπως ονομάστηκε αργότερα.
Από την πρώτη ανάβαση στο Έβερεστ, το 1953, η ορειβασία και ο ορειβατικός εξοπλισμός έχουν εξελιχθεί πάρα πολύ. Τότε, τα ακατάλληλα ρούχα και τα υποτυπώδη αντίσκηνα έκαναν τις χαμηλές θερμοκρασίες του Έβερεστ φονικές, ενώ οι φιάλες οξυγόνου ήταν τρεις φορές βαρύτερες από τις σημερινές. Όσοι συμμετείχαν σε ορειβατικές αποστολές είχαν ελάχιστες γνώσεις για τη θανατηφόρα αρρώστια του βουνού, η οποία προκαλεί πνευμονικό και εγκεφαλικό οίδημα. Μικροί και ελαφριοί ασύρματοι δεν υπήρχαν και έτσι ο κόσμος έμαθε ότι το Έβερεστ τελικά είχε κατακτηθεί από τους Χίλαρυ και Τενζίνγκ, μόνο όταν αυτοί είχαν κατέβει αρκετά χαμηλά, κοντά στην προωθημένη κατασκήνωση βάσης, σχηματίζοντας με τα δύο δάχτυλα του χεριού τους το σήμα της νίκης.
Τα επόμενα 50 χρόνια, μεγάλοι ορειβάτες από όλο τον κόσμο ήλθαν στο Έβερεστ με σκοπό ο καθένας να κάνει τη δικιά του πρωτιά. Το 1978 η ανάβαση του Reinhold Messner, χωρίς χρήση βοηθητικού οξυγόνου, ανέτρεψε τις μέχρι τότε απόψεις ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να ανέβει πάνω από τα 7.900 μ., τη ζώνη του θανάτου χωρίς τη χρήση βοηθητικού οξυγόνου. Το 2000 ο Σέρπα Babu Chiri ο πιο φημισμένος Σέρπα ανέβηκε από την κατασκήνωση βάσης μέχρι την κορυφή του Έβερεστ σε 16 μόνο ώρες !!!
Το 2001, ήταν η σειρά μου. Αν και το Έβερεστ είχε χαρτογραφηθεί από την κορυφή μέχρι τη βάση του, αισθάνθηκα ότι θα προχωρούσα σε ένα εντελώς άγνωστο πεδίο. Πιο έμπειροι ορειβάτες θα πούνε ότι ένας τυφλός δεν έχει καμία δουλειά στην ψηλότερη κορυφή του κόσμου, ειδικά μετά το θάνατο 8 ορειβατών το 1996, όταν ξέσπασε καταιγίδα στο βουνό. Εγώ όμως ετοιμαζόμουν 16 χρόνια για αυτό το εγχείρημα, μαθαίνοντας να αισθάνομαι τη διαδρομή που θα κινούμουν σε ένα ορεινό παγωμένο πεδίο, χρησιμοποιώντας το πιολέ και τα μπατόν. Τελικά αποφάσισα να προσπαθήσω την ανάβαση σκεπτόμενος ότι όταν οι προσδοκίες των άλλων ανθρώπων γίνονται εμπόδια, το καλύτερο πράγμα που πρέπει να κάνει κανείς είναι να προσπαθήσει να τις ξεπεράσει.
Πηγαίνοντας στο βουνό, υπήρχαν πολλές προκλήσεις που έπρεπε να αντιμετωπίσω, όπως ο παγετώνας του Κούμπου: 609 μέτρα μεγάλα κομμάτια πάγου μερικά στο μέγεθος μπάλας του ποδοσφαίρου και άλλα στο μέγεθος κτιρίων τα οποία συνεχώς έσπαζαν και κατέρρεαν καθώς χτύπαγα το πιολέ μου στον πάγο. Καθώς κινιόμουν μέσα σε αυτό το λαβύρινθο από πάγους, άκουγα μεγάλα κομμάτια πάγου να σπάζουν με κρότο πάνω από το κεφάλι μου. Την πρώτη φορά η διαδρομή μέσα στο δαιδαλώδες παγωμένο πεδίο του παγετώνα μου πήρε 13 ώρες και μου φάνηκε σαν το χειρότερο εφιάλτη που μπορεί να έχει ένας τυφλός άνθρωπος. Κανένα βήμα δεν ήταν ίδιο με το άλλο, καθώς προχωρούσα ελικοειδώς επάνω σε λεπτές γέφυρες χιονιού και πηδούσα πάνω από βαθιές ρωγμές του παγετώνα. Τελικά, κάνοντας αυτή τη διαδρομή 10 φορές, κατάφερα με τη βοήθεια της ομάδας μου, να μειώσω το χρόνο διάσχισης του παγετώνα στις 5 ώρες.
Ανησυχούσα για το πώς θα λειτουργούσα πάνω από τα 7.900 μ., όπου το μυαλό βρίσκεται σε σύγχυση και για να κάνεις ένα βήμα απαιτείται τεράστια προσπάθεια. Φοβόμουν ότι θα μου ήταν δύσκολο να σκέφτομαι λογικά, κάτι το οποίο, μαζί με την έλλειψη όρασης, θα αποτελούσε έναν κακό συνδυασμό και θα επιβράδυνε την κίνησή μου. Ωστόσο, το μεγάλο υψόμετρο μείωσε την ταχύτητα της ομάδας μου και έτσι είχα περισσότερο διαθέσιμο χρόνο να τοποθετώ σωστά το πιολέ μου και να φτιάχνω σταθερά πατήματα στα απότομα χιονισμένα σημεία. Στο βήμα του Χίλαρυ, τελικά βρέθηκα στο στοιχείο μου. Σύμφωνα με την περιγραφή που είχε κάνει ο Χίλαρυ, σφήνωσα το σώμα μου σε μια σχισμή. Τα γαντοφορεμένα χέρια μου έψαχναν για πιασίματα, η μια μπότα μου με το κραμπόν κτύπησε το βράχο και η άλλη έμπλεξε σε μια κορνίζα πάγου. Σαράντα λεπτά αργότερα, όταν το μυαλό σχεδόν δεν έλεγχε καθόλου το σώμα μου και ταυτόχρονα αισθανόμουν σαν να ωθούμουν μέσα σε υγρό μπετό, ο σύντροφός μου Κρίς Μόρις κατέβασε την μάσκα οξυγόνου από το πρόσωπό του, με αγκάλιασε και μου είπε:
Μεγάλε Ερικ, νομίζω ότι στέκεσαι στην στέγη του κόσμου.
Πολλοί ορειβάτες υποστηρίζουν ότι το Έβερεστ δεν είναι πια ένα κοσμοϊστορικό επίτευγμα και πιστεύουν ότι η γραμμή, η οποία σχηματίζεται από τους ορειβάτες που περιμένουν να φωτογραφηθούν στην κορυφή, έχει εξευτελίσει το άλλοτε παρθένο αυτό περιβάλλον. Στις μέρες του Χίλαρυ, οι ομάδες που επιλέγονταν για την ανάβαση στο Έβερεστ αποτελούνταν από κορυφαίους ορειβάτες και η επιλογή γινόταν από οργανισμούς με κύρος όπως η Βασιλική Γεωγραφική Υπηρεσία. Σήμερα, ένας υπέρβαρος πεζοπόρος με περισσότερα χρήματα από ότι εμπειρία και ένας άγνωστος τυφλός έχουν την ίδια πιθανότητα πρόσβασης στο Έβερεστ. Οι πόρτες προς τις πλαγιές του Έβερεστ έχουν ανοίξει διάπλατα, και μερικοί κριτικοί μιλάνε για το θάνατο της μεγάλης περιπέτειας.
Εμένα, με γεμίζει το γεγονός ότι μια περιπέτεια η οποία άρχισε με εξέχοντες ορειβάτες 50 χρόνια πριν, επιχειρήθηκε σήμερα από έναν τυφλό. Δεν μπορούμε να γυρίσουμε πίσω ή να κλείσουμε την πρόσβαση στο βουνό. Έτσι θα αποκλείαμε τις νέες γενιές από το μεγαλύτερο δώρο που μπορεί να προσφέρει η ανθρωπότητα:
Την ελευθερία του ανθρώπου να διαλέξει το δικό του δρόμο.
O Erik Weihenmayer είναι συγγραφέας του «Touch the Top of the World», και έχει ανέβει την ψηλότερη κορυφή κάθε μιας από τις επτά ηπείρους της Γης.
Μετάφραση: Κουνιάκης Χριστόφορος
Περιοδικό TIME, 26 Μαϊου 2003.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου